- ἐξαγωγικός
- ἐξαγωγ-ικός, ή, όν,A of or for exports, τέγη ἐ. export duties, opp. εἰσαγωγικά, Str.17.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή προϊόντων ή εμπορευμάτων: Εξαγωγικός δασμός. 2. που χρησιμοποιείται για εξαγωγή: Εξαγωγικός σωλήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγωγικός — ή, ό (Α ἐξαγωγικός, ή, όν) [εξάγω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο») νεοελλ. ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα») … Dictionary of Greek
ἐξαγωγικά — ἐξαγωγικός of neut nom/voc/acc pl ἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικός of fem nom/voc/acc dual ἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek